καταγινώσκειν

καταγινώσκειν
καταγιγνώσκω
remark
pres inf act (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ока˫ати — ОКА|˫АТИ1 (15), Ю, ѤТЬ гл. Осудить: видѣвъ бо перебываниѥ ихъ. окаѥши с‹в›оѥ житиѥ. Изб 1076, 60; то же ЗЦ XIV/XV, 75–76; весь миръ ѡка˫а мене и самъ себе. СбЯр XIII2, 86 об.; много немощь ихъ ѡка˫авъ и суѥтьство. (καταγνούς) …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καταγιγνώσκω — (AM καταγιγνώσκω και καταγινώσκω) 1. αποφαίνομαι καταδικαστικά για κάποιον, κηρύσσω ένοχο (α. «κατέγνωσαν δειλία στους στρατιώτες» β. «τούτου μὴ καταγινώσκειν φόνον», Λυσ.) 2. επιβάλλω κάτι ως ποινή («τῶν δὲ διαφυγόντων θάνατον καταγνόντες», Θουκ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”